Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
faucet faucets

  Ουσιαστικό επεξεργασία

faucet (en)

  • η βρύση
    They forgot the running faucet and flooded the apartment.
    Ξέχασαν ανοιχτή τη βρύση και πλημμύρισε το διαμέρισμα.

  Πηγές επεξεργασία