fatherhood
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαfatherhood (en) (μη μετρήσιμο)
- η πατρότητα, η ιδιότητα του πατέρα
- ⮡ The birth of his child gave him the joy of fatherhood.
- Η γέννηση του παιδιού του του έδωσε τη χαρά της πατρότητας.
- ⮡ The birth of his child gave him the joy of fatherhood.