Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

farming < farm + -ing

  Ουσιαστικό επεξεργασία

farming (en) (μη μετρήσιμο)

  • η γεωργία, η επιχείρηση ενός αγροκτήματος
    Farming isn’t profitable anymore.
    Η γεωργία δεν αποφέρει πια.

  Πηγές επεξεργασία