Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
fariĝi
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Εσπεράντο
(eo)
επεξεργασία
Ρήμα
επεξεργασία
ρήμα
fariĝi
χρόνος
μορφή
ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας
fariĝas
fariĝanta
fariĝata
αόριστος
fariĝis
fariĝinta
fariĝita
μέλλοντας
fariĝos
fariĝonta
fariĝota
υποθετική
fariĝus
-
-
προστακτική
fariĝu
-
-
fariĝi
(eo)
γίνομαι
,
μετατρέπομαι