ενικός         πληθυντικός  
faon faons

  Ετυμολογία

επεξεργασία
faon' < πρώην γαλλική feün, foün

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /fɑ̃/
 
faon

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

faon (fr) αρσενικό