Λατινικά (la) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

exulo < exul

  Ρήμα επεξεργασία

exulo (la) & exsŭlo & (αρχαϊκός τύπος) exsŏlo & (αρχαϊκός τύπος) exŏlo (exŭlo1, exulavi, exulatum, exulare)

Κλίση επεξεργασία

exulo exula exulat exulamus exulatis exulant