extrajudicially
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- extrajudicially < extrajudicial + -ly
Επίρρημα
επεξεργασίαextrajudicially (en) (χωρίς παραθετικά)
- (νομικός όρος) εξώδικα
- ⮡ I settle a dispute extrajudicially.
- Λύνω μια διαφορά εξωδίκως.
- ≈ συνώνυμα: out-of-court
- ⮡ I settle a dispute extrajudicially.
Πηγές
επεξεργασία- extrajudicially - Cambridge Dictionary online
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. εξώδικος. ISBN 9780194325684., λήμμα: 311