extrême onction
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
extrême onction | extrêmes onctions |
extrême onction (fr) θηλυκό
- το ευχέλαιο
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
extrême onction | extrêmes onctions |
extrême onction (fr) θηλυκό