Ουσιαστικό

επεξεργασία

expropriation (en)

  Ετυμολογία

επεξεργασία
expropriation < exproprier

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɛk.spʁɔ.pʁi.ja.sj̃ɔ/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
expropriation expropriations

expropriation (fr) θηλυκό