exculpatory
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαexculpatory (en)
- αθωωτικός, απαλλακτικός (λέγεται για στοιχείο, μαρτυρία κλπ που θα μπορούσε να οδηγήσει στην αθώωση του κατηγορουμένου ή να ελαφρύνει τη θέση του)
exculpatory (en)