Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

exculpatory < λατινική ex culpa

  Επίθετο επεξεργασία

exculpatory (en)

  • αθωωτικός, απαλλακτικός (λέγεται για στοιχείο, μαρτυρία κλπ που θα μπορούσε να οδηγήσει στην αθώωση του κατηγορουμένου ή να ελαφρύνει τη θέση του)

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία