esperante
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαesperante (eo)
- στην εσπεράντο, μιλώντας ή γράφοντας στην εσπεράντο
- vi ĵus parolis esperante!, μόλις τώρα μιλήσατε εσπεράντο!
- ελπίζοντας
- mi faris tion, esperante ke..., το έκανα ελπίζοντας ότι...