Ετυμολογία

επεξεργασία
esperante < esperant- + -e

  Επίρρημα

επεξεργασία

esperante (eo)

  1. στην εσπεράντο, μιλώντας ή γράφοντας στην εσπεράντο
    vi ĵus parolis esperante!, μόλις τώρα μιλήσατε εσπεράντο!
  2. ελπίζοντας
    mi faris tion, esperante ke..., το έκανα ελπίζοντας ότι...