Ετυμολογία

επεξεργασία
eski toprak < eski ("παλιός") & toprak (χώμα) (κυριολεκτικά: το παλιό χώμα)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɛsˈci tɔpˈɾɑk/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

eski toprak (tr)