escort
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | escort |
γ΄ ενικό ενεστώτα | escorts |
αόριστος | escorted |
παθητική μετοχή | escorted |
ενεργητική μετοχή | escorting |
Ρήμα
επεξεργασίαescort (en)
- συνοδεύω, πηγαίνω με κάποιον για να τον προστατέψω ή να τον φυλάξω ή να του δείξω το δρόμο
- ⮡ The troopships were escorted by destroyers.
- Τα μεταγωγικά πλοία συνοδεύονταν από καταδρομικά.
- ⮡ The troopships were escorted by destroyers.