ενεστώτας equate
γ΄ ενικό ενεστώτα equates
αόριστος equated
παθητική μετοχή equated
ενεργητική μετοχή equating

equate (en)

  • εξισώνω, θεωρώ ότι κάποιος ή κάτι είναι ίσος ή όμοιος με κάποιον ή με κάτι άλλο
    Lazy people are equated with hard workers when there’s no differentiation in compensation for work.
    Εξισώνονται οι τεμπέληδες με τους εργατικούς, όταν δεν υπάρχει διαφοροποίηση στην αμοιβή της εργασίας.