environmental
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- environmental < environment + -al
Επίθετο
επεξεργασίαenvironmental (en) (χωρίς παραθετικά)
- περιβαλλοντικός
- ⮡ environmental sustainability - περιβαλλοντική βιωσιμότητα
environmental (en) (χωρίς παραθετικά)