Ετυμολογία

επεξεργασία
envier < envie

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɑ̃.vje/
 

envier (fr)

  1. ζηλεύω, φθονώ
  2. envier (quelque chose) - επιθυμώ κάτι
  3. envier (quelque chose) à (quelqu'un) - αισθάνομαι επιθυμία για κάτι που κατέχει κάποιος

Συγγενικά

επεξεργασία