Ετυμολογία

επεξεργασία
engrailed < μέση αγγλική engrail < παλαιογαλλικά: engresler «λεπταίνω, καθιστώ λεπτό» < en- (εδώ εκφράζοντας μεταβολή/αλλαγή κατάστασης) + gresle «λεπτός» < λατινικά: gracilis

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɛnˈɡreɪld/ (σπάνιο: /ɪnˈɡreɪld/)

  Επίθετο

επεξεργασία

engrailed (en)

  • (οικοσημολογία) που έχει ημικυκλικές οδοντώσεις κατά μήκος των ακμών (ή της ακμής)