engrailed
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- engrailed < μέση αγγλική engrail < παλαιογαλλικά: engresler «λεπταίνω, καθιστώ λεπτό» < en- (εδώ εκφράζοντας μεταβολή/αλλαγή κατάστασης) + gresle «λεπτός» < λατινικά: gracilis
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
engrailed (en)
- (οικοσημολογία) που έχει ημικυκλικές οδοντώσεις κατά μήκος των ακμών (ή της ακμής)