Ετυμολογία

επεξεργασία
endocrinologiste < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /;;;/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
endocrinologiste endocrinologistes

endocrinologiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

→ δείτε τη λέξη  endocrinologue