endocrinologiste
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- endocrinologiste < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
endocrinologiste | endocrinologistes |
endocrinologiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- → δείτε τη λέξη endocrinologue