encéphalique
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɑ̃.se.fa.lik/
Επίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
encéphalique | encéphaliques |
encéphalique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
encéphalique | encéphaliques |
encéphalique (fr) αρσενικό ή θηλυκό