ενικός         πληθυντικός  
empêchement empêchements

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

empêchement (fr) αρσενικό

  1. εμπόδιο, μια αιτία να μην πραγματοποιηθεί κάτι που είχε προβλεφτεί
    il a téléphoné pour dire qu'il a eu un empêchement
    ~τηλεφώνησε για να πει ότι κάτι του συνέβη και δεν μπόρεσε να έρθει

Συγγενικά

επεξεργασία