electroencephalography
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
electroencephalography | electroencephalographies |
Ετυμολογία
επεξεργασία- electroencephalography < electro- + encephalography
Ουσιαστικό
επεξεργασίαelectroencephalography (en)
- (ιατρική) ηλεκτροεγκεφαλογραφία
- αρκτικόλεξο: EEG