Ετυμολογία

επεξεργασία
ekflami < ek- + flam- + -i
ρήμα ekflami
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας ekflamas ekflamanta ekflamata
αόριστος ekflamis ekflaminta ekflamita
μέλλοντας ekflamos ekflamonta ekflamota
υποθετική ekflamus - -
προστακτική ekflamu - -

ekflami (eo)

la domo ekflamis - το σπίτι πήρε φωτιά

Δείτε επίσης

επεξεργασία