ecclésiaste
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ecclésiaste < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.kle.zjast/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
ecclésiaste | ecclésiastes |
ecclésiaste (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
ecclésiaste | ecclésiastes |
ecclésiaste (fr) αρσενικό