dweet
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
dweet | dweets |
Ουσιαστικό επεξεργασία
dweet (fr) αρσενικό
- (νεολογισμός) τουίτ που στέλνεται από κάποιον που βρίσκεται υπό την επήρεια του αλκοόλ
ενικός | πληθυντικός |
dweet | dweets |
dweet (fr) αρσενικό