Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

duress (en)

  1. η βία, η απειλή, ο καταναγκασμός
    to act under duress - ενεργώ υπό την απειλή/υπό καταναγκασμό