Ετυμολογία

επεξεργασία
dramatisation < dramatiser

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /dʁa.ma.ti.za.sjɔ̃/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
dramatisation dramatisations

dramatisation (fr) θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία