dramatique
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /dʁa.ma.tik/
Επίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
dramatique | dramatiques |
dramatique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
dramatique | dramatiques |
dramatique (fr) αρσενικό ή θηλυκό