Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

draisine < Καρλ φον Ντράις (Karl Friedrich Christian Ludwig Freiherr Drais von Sauerbronn)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
draisine draisines

draisine θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία