• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

dorë

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Αλβανικά (sq)

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

dorë (sq) θηλυκό (οριστικός τύπος: dora) (πληθυντικός: duar)

  • χέρι
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=dorë&oldid=3978135"
Τελευταία επεξεργασία στις 18 Μαρτίου 2018, στις 06:31

Γλώσσες

    • Asturianu
    • Català
    • Čeština
    • Dansk
    • English
    • Español
    • فارسی
    • Na Vosa Vakaviti
    • Français
    • Magyar
    • Ido
    • Íslenska
    • Italiano
    • 日本語
    • ಕನ್ನಡ
    • 한국어
    • Kurdî
    • Limburgs
    • Lietuvių
    • Malagasy
    • Polski
    • Português
    • Русский
    • Slovenščina
    • Shqip
    • Svenska
    • ไทย
    • Türkçe
    • 中文
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 18 Μαρτίου 2018, στις 06:31.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας