- ⓘ (βοήθεια·αρχείο)
dopiero (pl)
- μόλις
- daj spokój ojcu, nie widzisz, że dopiero co wrócił z roboty i jest zmęczony
- άστον ήσυχο πατέρα, δε βλέπεις ότι μόλις γύρισε από τη δουλειά και είναι κουρασμένος
- μόνο
- nie możesz prowadzić samochodu, masz dopiero 17 lat
- δεν μπορείς να οδηγήσεις το αυτοκίνητο, είσαι μόνο 16 χρονών