Ετυμολογία

επεξεργασία
domniță < doamnă + -iță (κυριολεκτικά κυριούλα)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

domniță (ro) θηλυκό

  1. κόρη ή σύζυγος ευγενούς ή πρίγκιπα
  2. ποιητικός τρόπος αναφοράς άνδρα προς νεαρή γυναίκα