Ετυμολογία

επεξεργασία
do widzenia < από τη λέξη do και widzenie

do widzenia (pl)

  • χρησιμοποιείται ως κοινός, αλλά και ως ευγενικός αποχαιρετισμός (γεια, αντίο, χαίρετε, εις το επανιδείν)

Συνώνυμα

επεξεργασία