divertissement
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /di.vɛʁ.tis.mɑ̃/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
divertissement | divertissements |
divertissement (fr) αρσενικό
- η ψυχαγωγία, η διασκέδαση
ενικός | πληθυντικός |
divertissement | divertissements |
divertissement (fr) αρσενικό