Πορτογαλικά (pt) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

distribuição < λατινική distributĭo

  Ουσιαστικό επεξεργασία

distribuição (pt) αρσενικό (πληθ. distribuições)

  1. η διανομή
  2. η κατανομή