Ετυμολογία

επεξεργασία
disservice < dis- + service

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

disservice (en) (μόνο ενικός)

  • κάνω σε κάποιον κακό, τον βλάπτω
    ⮡  His parents did him a disservice with their overprotective behavior.
    Οι γονείς του του έκαναν κακό με την υπερπροστασία τους.