Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /dɪsˈɪnt(ə)rɪst/ & /dɪsˈɪntɹɛst/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

  1. η αδιαφορία
  2. η αμεροληψία


κατάλληλες προθέσεις επεξεργασία

  • αδιαφορία → disinterest in: (someone or something) αδιαφορία για (κάποιον ή κάτι)

Συνώνυμα επεξεργασία

ως αδιαφορία

ως αμεροληψία