Λατινικά (la) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

dimico < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

dimico (la) (dīmicō1, dīmicāvī (και σπάνια dimicŭi), dīmicātum, dīmicāre)

Κλίση επεξεργασία