Ετυμολογία

επεξεργασία
dimanĉ- < γαλλική dimanche (Κυριακή)

dimanĉ- (eo)

  • ρίζα λέξεων που σχετίζονται με την έννοια: Κυριακή

Παράγωγα

επεξεργασία