Ετυμολογία

επεξεργασία
diligenti < diligent- + -i
ρήμα diligenti
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας diligentas diligentanta diligentata
αόριστος diligentis diligentinta diligentita
μέλλοντας diligentos diligentonta diligentota
υποθετική diligentus - -
προστακτική diligentu - -

diligenti (eo)