dilatomètre
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
dilatomètre | dilatomètres |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαdilatomètre (fr) αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη dilater
ενικός | πληθυντικός |
dilatomètre | dilatomètres |
dilatomètre (fr) αρσενικό