Επίθετο

επεξεργασία

differente (it)

  1. διαφορετικός
  2. άλλος
  3. έτερος
  4. αλλιώτικος
Ενικός (singolare) Πληθυντικός (plurale)
Αρσενικό (masculine) differente (il) differenti (i)
Θηλυκό (feminine) differente (la) differenti (i)