Ιταλικά (it) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

differente (it)

  1. διαφορετικός
  2. άλλος
  3. έτερος
  4. αλλιώτικος

Κλίση επεξεργασία

Ενικός (singolare) Πληθυντικός (plurale)
Αρσενικό (masculine) differente (il) differenti (i)
Θηλυκό (feminine) differente (la) differenti (i)