Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

diction

Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
diction dictions

  Ουσιαστικό επεξεργασία

diction (fr) θηλυκό