Ουσιαστικό

επεξεργασία

diapason (en)

  1. η διαπασών
  2. (μουσική) το διαπασών



  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /dja.pa.zɔ̃/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
diapason diapasons

diapason (fr) αρσενικό

  1. η διαπασών
  2. (μουσική) το διαπασών