diapason
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαdiapason (en)
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /dja.pa.zɔ̃/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
diapason | diapasons |
diapason (fr) αρσενικό
diapason (en)
ενικός | πληθυντικός |
diapason | diapasons |
diapason (fr) αρσενικό