devolution
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
devolution (en)
- η μεταβίβαση δικαιώματος σε κάποιον άλλον
- η αποκέντρωση· η μεταβίβαση εξουσιών και αρμοδιοτήτων από την κεντρική εξουσία στις τοπικές κυβερνήσεις
- (the) devolution of (something) into (something): η χειροτέρευση, η υποβάθμιση, η παρακμή του τάδε σε τάδε