devis
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
devis | devis |
devis (fr) αρσενικό
- προϋπολογισμός, προσφορά (προτού ζητήσουμε να κάνουμε κάποια έργα)
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαdevis (eo)
- αόριστος του ρήματος devi