derived unit
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαderived unit (en)
- (φυσική) η παράγωγη μονάδα [1]
Αντώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- derived unit στην αγγλική Βικιπαίδεια
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ «παράγωγη μονάδα» από αναζήτηση «derived unit» στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.