Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

derived unit < → δείτε τις λέξεις derived και unit

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

derived unit (en)

Αντώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. «παράγωγη μονάδα» από αναζήτηση «derived unit» στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.