Ετυμολογία

επεξεργασία
denizanası < deniz + ana (κυριολεκτικά: "θαλασσινή μητέρα") < (κληρονομημένο) παλαιά τουρκική . Ευφημισμός του "deniz amı" (κυριολεκτικά: "θαλασσινό μουνί")[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /dɛˈnizanaˈsɯ/
τυπογραφικός συλλαβισμός: de‐ni‐za‐na‐sı

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

denizanası (tr)

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. denizanası - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν