Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
demarcação
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πορτογαλικά
(pt)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
demarcação
<
demarcar
+
-ção
Ουσιαστικό
επεξεργασία
demarcação
(pt)
θηλυκό
(
πληθυντικός
demarcações
)
οροθεσία
τα
όρια
μιας περιοχής
οι
ταμπέλες
που εξηγούν ή κατευθύνουν