Ετυμολογία

επεξεργασία
demarcação < demarcar + -ção

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

demarcação (pt) θηλυκό (πληθυντικός demarcações)

  1. οροθεσία
  2. τα όρια μιας περιοχής
  3. οι ταμπέλες που εξηγούν ή κατευθύνουν