Προφορά

επεξεργασία

/ˌdiːkəˈmɪʃən/

(μεταβατικό) decommission (en)

  • θέτω εκτός λειτουργίας
  • αποσύρω
  • (συνήθως για πλοίο)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

συνήθως λέμε: decommissioning (en)[1]