Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

declaratory (en)

  1. που δηλώνει, δηλωτικός
  2. που εξηγεί, που ερμηνεύει, ερμηνευτικός
  3. διαπιστωτικός

Συγγενικά επεξεργασία